ὑποχωρητικόν

ὑποχωρητικόν
ὑποχωρητικός
relaxing
masc acc sg
ὑποχωρητικός
relaxing
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υποχωρητικός — ή, ό / ὑποχωρητικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑποχωρῶ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υποχώρηση 2. συγκαταβατικός, συμβιβαστικός («τὸ μὴ ἰταμὸν ἡμῶν... ἀλλ ὑποχωρητικόν τε καὶ μέτριον», Γρηγ. Νύσσ.) 3. φρ. «υποχωρητικός σχηματισμός» η παραγωγή μιας λέξης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”